- κεφαλαίωμα
- κεφαλαί-ωμα, ατος, τό,A sum total, Hdt. 3.159.II collective expression,
τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564
S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλαίωμα — κεφαλαίωμα, τὸ (Α) [κεφαλαιώ] 1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.) 2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῡ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῑς πολλοῑς», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαίωμα — sum total neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώματα — κεφαλαίωμα sum total neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԳԼԽԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0561 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c գ. ἁρχή, πρωτεία principatus, primatus Գահերիցութիւն. առաջին աստիճան պատուոյ. իշխանութիւն. ... *Որում պահէին զգլխաւորութիւն, զի ոչ գոյր անդրանիկն ʼի միջի. ՟Ա. Մնաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)